-
1 ζηλωτής
A emulator, zealous admirer or follower,μιμητὴς καὶ ζ. τῆς πατ ρῴας ἀρετῆς Isoc.1.11
;ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Pl.Prt. 343a
;τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Aeschin.2.166
; τῶν καλῶν βουλευμάτων ib.171;τῆς αὐτῆς αἱρέσεως SIG675.27
(Oropus, ii B.C.);μαθήσεως Phld.Rh.2.262S.
;πνευμάτων 1 Ep.Cor.14.12
;τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων IG7.2712.99
([place name] Acraephiae): c. gen. pers.,τοῦ Διός Muson.Fr.8p.37H.
;τῶ πράτω θεῶ Sthenid.
ap. Stob.4.7.63 (nom.sg. ζηλωτάς codd.); Θουκυδίδου, Ἀντισθένους, Luc.Hist.Conscr.15, Herm.14; perh. champion, Epicur.Nat.70G.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζηλωτής
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский